- σμηγματόρροια
- (Ιατρ.). Ασθένεια που χαρακτηρίζεται από αυξημένη ή από μειωμένη έκκριση σ. (λιπαρή σμηγματόρροια και ξηρή σμηγματόρροια). Η ασθένεια εκδηλώνεται πιο έντονα στο τριχωτό μέρος της κεφαλής, στο μέτωπο, στη μύτη, στα μάγουλα, στο σαγόνι και πίσω από τα πτερύγια του αυτιού. Στη λιπαρή σμηγματόρροια το δέρμα του προσώπου του ασθενούς γίνεται λιπαρό και οι πόροι του διευρύνονται. Στην ξηρή σ., το δέρμα είναι ξηρό με λέπια, οι τρίχες ξηρές, σκληρές, δε γυαλίζουν, είναι εύθραυστες, και στο κεφάλι υπάρχει πυτιρίδα. Τα αίτια που προκαλούν την πάθηση είναι διάφορες ασθένειες του νευρικού και του ενδοκρινικού συστήματος, καθώς και η κακή διατροφή.
* * *η, Νιατρ. α) αυξημένη έκκριση σμήγματος λόγω υπερλειτουργίας τών σμηματογόνων αδένων τού δέρματοςβ) (κατ' επέκτ.) η παθολογική κατάσταση με την οποία συνδυάζεται η έκκριση αυτή.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. seborrhoea < sebo- (< λατ. sebum «σμήγμα») + -rrhoea (< -ρροια < -ρρους)].
Dictionary of Greek. 2013.